κιτρίνισμα

κιτρίνισμα
το [κιτρινίζω]
1. απόκτηση κίτρινου χρώματος
2. ωχρή απόχρωση λευκών υφασμάτων ή χαρτιού η οποία προέρχεται από πολυκαιρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιτρίνισμα — κιτρίνισμα, το βλ. κιτρίνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρωμα — το [κερώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κερώνω, η επάλειψη με κερί, κήρωμα* 2. μτφ. μεγάλη ωχρότητα, κιτρίνισμα, χλόμιασμα …   Dictionary of Greek

  • κιτρίνιασμα — το [κιτρινιάζω] απόκτηση κίτρινου χρώματος, χλόμιασμα, κιτρίνισμα …   Dictionary of Greek

  • μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… …   Dictionary of Greek

  • πελιδνότητα — η / πελιδνότης, ητος, ΝΑ [πελιδνός] το πελιδνό χρώμα, η ωχρότητα νεοελλ. το χλόμιασμα, το κιτρίνισμα από φόβο …   Dictionary of Greek

  • ωχρίαση — η / ὠχρίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ] 1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις,… …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • γάριασμα — το 1. κιτρίνισμα των ρούχων από κακό πλύσιμο. 2. το λίγδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρωμα — το, ατος 1. άλειμμα με κερί. 2. κιτρίνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιτρίνιασμα — κιτρίνιασμα, το και κιτρίνισμα, το, ατος απόχτηση κίτρινου χρώματος, κιτρινάδα: Το κιτρίνιασμα των ρούχων από φρούτα δε βγαίνει εύκολα στην πλύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”